- αναφέρω
- (AM ἀναφέρω)κάνω λόγο ή μνεία για κάτι, ονομάζω, αναγγέλλω, γνωστοποιώνεοελλ.(για υφιστάμενον που απευθύνεται σε προϊστάμενο) υποβάλλω αναφορά, εκθέτω με σεβασμόαρχ.Ι. (μτβ.)1. φέρνω επάνω, φέρνω2. φέρνω στο εσωτερικό της χώρας3. σηκώνω, βαστάζω, υπομένω4. θεωρώ, εξετάζω5. επαναλαμβάνω6. βγάζω, χύνω (στεναγμούς, δάκρυα)7. προσφέρω, συνεισφέρω8. φέρνω πίσω, επαναφέρω, επαναφέρω από την εξορία9. ανάγω, αποδίδω σε κάποιον κάτιII. (αμτβ.)1. (για δρόμο) οδηγώ, καταλήγω2. συνέρχομαι, συνεφέρνωIII. μέσ.1. φέρω, παίρνω μαζί μου2. αναπνέω βαθιά, αναστενάζω3. (για λόγο) προφέρω, εκπέμπω.
Dictionary of Greek. 2013.